βοτήρ

βοτήρ
βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η)
ο βοσκός
αρχ.
φρ.
1. «οἰωνῶν βοτήρ» — οιωνοσκόπος
2. «κύων βοτήρ» — ποιμενικός σκύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο-, βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το -βότειρα εμφανίζεται σε σύνθετες λέξεις ήδη από τον Όμηρο (πρβλ. ληιβότειρα, πολυβότειρα). Πρβλ. και λ. βώτων.
ΠΑΡ. αρχ. βοτηρικός.
ΣΥΝΘ. μηλοβότηρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βοτήρ — herdsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρ' — βοτῆρα , βοτήρ herdsman masc acc sg βοτῆρι , βοτήρ herdsman masc dat sg βοτῆρε , βοτήρ herdsman masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρα — βοτήρ herdsman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρας — βοτήρ herdsman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρες — βοτήρ herdsman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρι — βοτήρ herdsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρος — βοτήρ herdsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτῆρσιν — βοτήρ herdsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτήρων — βοτήρ herdsman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”