βοτήρ — herdsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρ' — βοτῆρα , βοτήρ herdsman masc acc sg βοτῆρι , βοτήρ herdsman masc dat sg βοτῆρε , βοτήρ herdsman masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρα — βοτήρ herdsman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρας — βοτήρ herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρες — βοτήρ herdsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρι — βοτήρ herdsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρος — βοτήρ herdsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρσιν — βοτήρ herdsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτήρων — βοτήρ herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek